- χριστός
- I
(από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του. Με το άρθρο Ο Χριστός, αναφέρεται στον χαρακτηρισμό του ως Μεσσία.IIOνομασία 2 οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στονδήμο Νέων Μαλών.2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. Είναι έδρα του δήμου Ραχών (45 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Άγιος Δημήτριος (υψόμ. 320 μ.), Αρμενιστής (υψόμ. 20 μ.), Βρακάδες (υψόμ. 380 μ.), Κουνιάδοι (υψόμ. 480 μ.), Προεσπέρα (υψόμ. 300 μ.), Προφήτης Ηλίας (υψόμ. 550 μ.), Κάτω Ράχες, οι Καρρές, ο Μαυριαννός, ο Νάνουρας, τα Ξήντα και οι Τσακάδες.* * *-ή, -ό / χριστός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. εκκλ. (συν. για τους βασιλείς και τους αρχιερείς τού Ισραήλ) αυτός που έλαβε το χρίσμα, ο κεχρισμένος με το άγιο μύρο2. (το αρσ. ως κύριο όν.) βλ. Χριστόςμσν.-αρχ.συνεκδ.1. ο εκλεκτός τού θεού2. θεοσεβής ενάρετοςαρχ.1. αυτός που χρησιμεύει ως αλοιφή ή ως μύρο2. φρ. «ἔλαιον τὸ χριστόν»εκκλ. το χρίσμα (ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρισ- τού χρίω* «αλείφω» + κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.